πραγματοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πραγματοποιώ < πράγμα + ποιώ
Ρήμα
επεξεργασίαπραγματοποιώ (παθητικός τύπος: πραγματοποιούμαι)
- κάνω κάτι πραγματικό, το υλοποιώ, μεταβάλλω τα λόγια σε πράξεις
- Αυτά που λες δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν μαγικά, αφού κάθεσαι άπραγος
- κατορθώνω κάτι σχετικά δύσκολο που σχεδίαζα εγώ ή άλλος
- Ηθελε από παιδί να σπουδάσει Αρχαιολογία και τελικά πραγματοποίησε το όνειρό του στα 50!
- Η ευχή του πραγματοποιήθηκε χάρη στους...
- Τελικά πραγματοποίησε την απειλή του! Το' πε και το' κανε
- διεκπεραιώνεται κάτι, όχι απαραιτήτως σημαντικό, υλοποιείται, λαμβάνει χώρα
- Η εκδήλωση πραγματοποιήθηκε στο Ζάππειο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πραγματοποιώ | πραγματοποιούσα | θα πραγματοποιώ | να πραγματοποιώ | πραγματοποιώντας | |
β' ενικ. | πραγματοποιείς | πραγματοποιούσες | θα πραγματοποιείς | να πραγματοποιείς | (πραγματοποίει) | |
γ' ενικ. | πραγματοποιεί | πραγματοποιούσε | θα πραγματοποιεί | να πραγματοποιεί | ||
α' πληθ. | πραγματοποιούμε | πραγματοποιούσαμε | θα πραγματοποιούμε | να πραγματοποιούμε | ||
β' πληθ. | πραγματοποιείτε | πραγματοποιούσατε | θα πραγματοποιείτε | να πραγματοποιείτε | πραγματοποιείτε | |
γ' πληθ. | πραγματοποιούν(ε) | πραγματοποιούσαν(ε) | θα πραγματοποιούν(ε) | να πραγματοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πραγματοποίησα | θα πραγματοποιήσω | να πραγματοποιήσω | πραγματοποιήσει | ||
β' ενικ. | πραγματοποίησες | θα πραγματοποιήσεις | να πραγματοποιήσεις | πραγματοποίησε | ||
γ' ενικ. | πραγματοποίησε | θα πραγματοποιήσει | να πραγματοποιήσει | |||
α' πληθ. | πραγματοποιήσαμε | θα πραγματοποιήσουμε | να πραγματοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | πραγματοποιήσατε | θα πραγματοποιήσετε | να πραγματοποιήσετε | πραγματοποιήστε | ||
γ' πληθ. | πραγματοποίησαν πραγματοποιήσαν(ε) |
θα πραγματοποιήσουν(ε) | να πραγματοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πραγματοποιήσει | είχα πραγματοποιήσει | θα έχω πραγματοποιήσει | να έχω πραγματοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πραγματοποιήσει | είχες πραγματοποιήσει | θα έχεις πραγματοποιήσει | να έχεις πραγματοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πραγματοποιήσει | είχε πραγματοποιήσει | θα έχει πραγματοποιήσει | να έχει πραγματοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πραγματοποιήσει | είχαμε πραγματοποιήσει | θα έχουμε πραγματοποιήσει | να έχουμε πραγματοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πραγματοποιήσει | είχατε πραγματοποιήσει | θα έχετε πραγματοποιήσει | να έχετε πραγματοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πραγματοποιήσει | είχαν πραγματοποιήσει | θα έχουν πραγματοποιήσει | να έχουν πραγματοποιήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πραγματοποιούμαι | πραγματοποιούμουν | θα πραγματοποιούμαι | να πραγματοποιούμαι | πραγματοποιούμενος | |
β' ενικ. | πραγματοποιείσαι | πραγματοποιούσουν | θα πραγματοποιείσαι | να πραγματοποιείσαι | ||
γ' ενικ. | πραγματοποιείται | πραγματοποιούνταν | θα πραγματοποιείται | να πραγματοποιείται | ||
α' πληθ. | πραγματοποιούμαστε | πραγματοποιούμασταν πραγματοποιούμαστε |
θα πραγματοποιούμαστε | να πραγματοποιούμαστε | ||
β' πληθ. | πραγματοποιείστε | πραγματοποιούσασταν πραγματοποιούσαστε |
θα πραγματοποιείστε | να πραγματοποιείστε | πραγματοποιείστε | |
γ' πληθ. | πραγματοποιούνται | πραγματοποιούνταν | θα πραγματοποιούνται | να πραγματοποιούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πραγματοποιήθηκα | θα πραγματοποιηθώ | να πραγματοποιηθώ | πραγματοποιηθεί | ||
β' ενικ. | πραγματοποιήθηκες | θα πραγματοποιηθείς | να πραγματοποιηθείς | πραγματοποιήσου | ||
γ' ενικ. | πραγματοποιήθηκε | θα πραγματοποιηθεί | να πραγματοποιηθεί | |||
α' πληθ. | πραγματοποιηθήκαμε | θα πραγματοποιηθούμε | να πραγματοποιηθούμε | |||
β' πληθ. | πραγματοποιηθήκατε | θα πραγματοποιηθείτε | να πραγματοποιηθείτε | πραγματοποιηθείτε | ||
γ' πληθ. | πραγματοποιήθηκαν πραγματοποιηθήκαν(ε) |
θα πραγματοποιηθούν(ε) | να πραγματοποιηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πραγματοποιηθεί | είχα πραγματοποιηθεί | θα έχω πραγματοποιηθεί | να έχω πραγματοποιηθεί | πραγματοποιημένος | |
β' ενικ. | έχεις πραγματοποιηθεί | είχες πραγματοποιηθεί | θα έχεις πραγματοποιηθεί | να έχεις πραγματοποιηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πραγματοποιηθεί | είχε πραγματοποιηθεί | θα έχει πραγματοποιηθεί | να έχει πραγματοποιηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πραγματοποιηθεί | είχαμε πραγματοποιηθεί | θα έχουμε πραγματοποιηθεί | να έχουμε πραγματοποιηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πραγματοποιηθεί | είχατε πραγματοποιηθεί | θα έχετε πραγματοποιηθεί | να έχετε πραγματοποιηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πραγματοποιηθεί | είχαν πραγματοποιηθεί | θα έχουν πραγματοποιηθεί | να έχουν πραγματοποιηθεί |