carry out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carry out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries out |
αόριστος | carried out |
παθητική μετοχή | carried out |
ενεργητική μετοχή | carrying out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcarry out (en)
- διεξάγω, εκτελώ, γίνομαι, αντεπεξέρχομαι, κάνω και ολοκληρώνω μια εργασία
- ⮡ The police chiefs decided to carry out an undercover investigation.
- Οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα.
- ⮡ The drainage of rainwater is carried out with underground drains.
- Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
- ⮡ I carried out my duties satisfactorily.
- Ανταπεξήλθα στα καθήκοντά μου, ικανοποιητικά.
- ≈ συνώνυμα: conduct
- ⮡ The police chiefs decided to carry out an undercover investigation.