ενεστώτας carry out
γ΄ ενικό ενεστώτα carries out
αόριστος carried out
παθητική μετοχή carried out
ενεργητική μετοχή carrying out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
carry out < → δείτε τις λέξεις carry και out

carry out (en)

  • διεξάγω, εκτελώ, γίνομαι, αντεπεξέρχομαι, κάνω και ολοκληρώνω μια εργασία
    ⮡  The police chiefs decided to carry out an undercover investigation.
    Οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα.
    ⮡  The drainage of rainwater is carried out with underground drains.
    Η αποχέτευση των νερών της βροχής γίνεται με υπόγειους αγωγούς.
    ⮡  I carried out my duties satisfactorily.
    Ανταπεξήλθα στα καθήκοντά μου, ικανοποιητικά.
     συνώνυμα: conduct