carry
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | carry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries |
αόριστος | carried |
παθητική μετοχή | carried |
ενεργητική μετοχή | carrying |
Ρήμα
επεξεργασίαcarry (en)
ενεστώτας | carry |
γ΄ ενικό ενεστώτα | carries |
αόριστος | carried |
παθητική μετοχή | carried |
ενεργητική μετοχή | carrying |
carry (en)