• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

διεξάγω

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ρήμα
      • 1.3.1 Συνώνυμα
      • 1.3.2 Συγγενικές λέξεις
      • 1.3.3 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

διεξάγω < ελληνιστική κοινή διεξάγω < διά + αρχαία ελληνική ἐξάγω < ἐξ + ἄγω

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.eˈksa.ɣo./

  ΡήμαΕπεξεργασία

διεξάγω (παθητική φωνή: διεξάγομαι)

  • ξεκινώ μια διαδικασία και προσπαθώ να την ολοκληρώσω
    οι επικεφαλής της Αστυνομίας αποφάσισαν να διεξαγάγουν μυστική έρευνα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • διενεργώ
  • επιτελώ
  • κάνω
  • πραγματοποιώ

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • διεξάγομαι
  • διεξαγωγή
  • → δείτε τις λέξεις διά, εξάγω, εξ και άγω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    διεξάγω
  • αγγλικά : conduct (en), carry out (en), run (en)
  • γαλλικά : mener (fr), conduire (fr), diriger (fr), gouverner (fr)
  • γερμανικά : führen (de), durchführen (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=διεξάγω&oldid=4997891"
Τελευταία επεξεργασία στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 20:37

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 26 Φεβρουαρίου 2021, στις 20:37.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie