Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
run runs

run (en)

  1. το τρέξιμο
    ⮡  I’ll go for a short run.
    Θα πάω να κάνω λίγο τρέξιμο.
  2. η συρροή σε μια τράπεζα, μια κατάσταση όπου πολλοί άνθρωποι θέλουν ξαφνικά να βγάλουν τα χρήματά τους από μια τράπεζα
    ⮡  a run of depositors on a bank - συρροή πελατών σε μια τράπεζα (για ν' αποσύρουν τα χρήματα τους)
  3. (αμερικανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
    ⮡  All my stockings have got runs.
    Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
     συνώνυμα: ladder (βρετανικά αγγλικά)
ενεστώτας run
γ΄ ενικό ενεστώτα runs
αόριστος ran
παθητική μετοχή run
ενεργητική μετοχή running
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

run (en)

  1. (αμετάβατο) τρέχω, μετακινούμαι προς τα εμπρός με κινήσεις ανάλογες αλλά ταχύτερες από εκείνες του βαδίσματος
    ⮡  I’m running to catch the bus.
    Τρέχω για να προφτάσω το λεωφορείο.
    ⮡  A horse runs faster than a man.
    Το άλογο τρέχει πιο γρήγορα από τον άνθρωπο.
    ⮡  He came running to greet us.
    Ήλθε τρέχοντας να μας υποδεχθεί.
    συγκρίνετε με το gallop, → και δείτε τη λέξη dart
  2. (μεταβατικό) τρέχω μια συγκεκριμένη απόσταση
    ⮡  I ran four miles today.
    Έτρεξα τέσσερα μίλια σήμερα.
  3. (αμετάβατο, και go running) τρέχω για γυμναστική
    ⮡  I go running/I run every day.
    Τρέχω κάθε μέρα.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) τρέχω, συμμετέχω σε αγώνες
    ⮡  Many athletes will run in this year's marathon.
    Πολλοί αθλητές θα τρέξουν στο φετινό μαραθώνιο.
    ⮡  She ran the hundred meters in record time.
    Έτρεξε τα εκατό μέτρα σε χρόνο ρεκόρ.
    ⮡  The horse is old and can no longer run.
    Το άλογο είναι γέρικο και δεν μπορεί πια να τρέχει.
  5. (μεταβατικό) γίνομαι, κάνω έναν αγώνα να γίνει
    ⮡  The Derby will be run in spite of the bad weather.
    Το Ντέρμπι θα γίνει παρά τον κακό καιρό.
  6. (αμετάβατο) τρέχω, βιάζομαι κάπου
    ⮡  People ran to see the show.
    Ο κόσμος έτρεξε να δει την παράσταση.
    ⮡  She runs to help wherever there’s a need.
    Τρέχει να βοηθήσει όπου υπάρχει ανάγκη.
    ⮡  As soon as I get home, I’m running to wash up.
    Μόλις μπω στο σπίτι τρέχω να πλυθώ.
    ⮡  I was running around to the stores all morning.
    Έτρεχα στα μαγαζιά όλο το πρωί.
  7. (μεταβατικό) διευθύνω, είμαι υπεύθυνος επιχείρησης κτλ.
    ⮡  They are running the business well.
    Διευθύνουν καλά την επιχείρηση.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη direct
  8. (αμετάβατο) περνάω, κυκλοφορώ, για λεωφορεία ή τρένα, ταξιδεύω σε μια συγκεκριμένη διαδρομή
    ⮡  How often do the buses run?
    Κάθε πόσο περνάει λεωφορείο;
    ⮡  The next bus will run at six.
    Το επόμενο λεωφορείο θα περάσει στις έξι.
    ⮡  No buses/trains run on Sundays.
    Δεν κυκλοφορούν λεωφορεία/τρένα τις Κυριακές.
  9. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινείται, λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The tram runs on rails.
    Τα τραμ κινούνται πάνω σε ράγες.
    ⮡  when the engine/the service runs well - όταν η μηχανή/η υπηρεσία λειτουργεί καλά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη function
  10. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα:  execute, fire up, launch, open και start
  11. (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  She ran her fingers through her hair.
    Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
    ⮡  He ran his sword through him.
    Τον πέρασε πέρα ως πέρα με το σπαθί του.
  12. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ακολουθώ μια διαδρομή ή μια γραμμή από τη μια άκρη στην άλλη
    ⮡  The railway line runs alongside the river.
    Η σιδηροδρομική γραμμή περνάει πλάι στο ποτάμι.
  13. (αμετάβατο) τρέχω, ρέω
    ⮡  Tears ran down her cheeks.
    Δάκρυα έτρεχαν/έρρεαν στα μάγουλά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  14. (μεταβατικό) περνάω, κάνω ροή υγρού
    ⮡  Run it under the tap for a bit.
    Πέρασέ το λίγο στη βρύση.
    ⮡  I will run you a bath.
    Θα σου ετοιμάσω ένα μπάνιο.
  15. (αμετάβατο) τρέχω, για υγρό
    ⮡  She’s tightening the tap so it’s not running.
    Σφίγγει τη βρύση για να μην τρέχει.
  16. (αμετάβατο) απλώνω, για χρώμα σε ένα ρούχο κτλ. όταν βραχεί και το χρώμα βγαίνει από το υλικό και απλώνεται σε άλλα ρούχα
    ⮡  Will the colors run if the dress is washed?
    Θα απλώσουν τα χρώματα αν πλυθεί το φόρεμα;
  17. (αμετάβατο) περνάω, κάτι συνεχίζεται για μια περίοδο χωρίς διακοπή
    ⮡  The thought that was running constantly through my head…
    Η σκέψη που περνούσε διαρκώς από το μυαλό μου…
  18. (αμετάβατο) διατρέχω, που συμβαίνει ή εξελίσσεται τη στιγμή ή με τον τρόπο που αναφέρεται
    ⮡  I will show him the risks he is running.
    Θα του δείξω τους κινδύνους που διατρέχει.
  19. (αμετάβατο) βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
    ⮡  I am running for president.
    Βάζω υποψηφιότητα για πρόεδρος.

Παράγωγα

επεξεργασία

Phrasal Verbs:

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • in the long run
  • run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία