run
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
run | runs |
run (en)
- λειτουργία, περίοδος λειτουργίας
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | run |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs |
αόριστος | ran |
παθητική μετοχή | run |
ενεργητική μετοχή | running |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
run (en)
- τρέχω
- βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
- (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
Επεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- in the long run
- run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.
- run out (of): να έχεις ξεμείνει από αποθέματα.