Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
run runs

run (en)

  1. το τρέξιμο
    ⮡  I’ll go for a short run.
    Θα πάω να κάνω λίγο τρέξιμο.
  2. η συρροή σε μια τράπεζα, μια κατάσταση όπου πολλοί άνθρωποι θέλουν ξαφνικά να βγάλουν τα χρήματά τους από μια τράπεζα
    ⮡  a run of depositors on a bank - συρροή πελατών σε μια τράπεζα (για ν' αποσύρουν τα χρήματα τους)
  3. (αμερικανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
    ⮡  All my stockings have got runs.
    Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
     συνώνυμα: ladder (βρετανικά αγγλικά)
ενεστώτας run
γ΄ ενικό ενεστώτα runs
αόριστος ran
παθητική μετοχή run
ενεργητική μετοχή running
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

run (en)

  1. τρέχω
     συνώνυμα: gallop, → και δείτε τη λέξη dart
  2. βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
  3. (αμετάβατο) περνάω, κυκλοφορώ, για λεωφορεία ή τρένα, ταξιδεύω σε μια συγκεκριμένη διαδρομή
    ⮡  How often do the buses run?
    Κάθε πόσο περνάει λεωφορείο;
    ⮡  The next bus will run at six.
    Το επόμενο λεωφορείο θα περάσει στις έξι.
    ⮡  No buses/trains run on Sundays.
    Δεν κυκλοφορούν λεωφορεία/τρένα τις Κυριακές.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) κινείται, λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  The tram runs on rails.
    Τα τραμ κινούνται πάνω σε ράγες.
    ⮡  when the engine/the service runs well - όταν η μηχανή/η υπηρεσία λειτουργεί καλά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη function
  5. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα:  execute, fire up, launch, open και start
  6. (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
    ⮡  She ran her fingers through her hair.
    Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
    ⮡  He ran his sword through him.
    Τον πέρασε πέρα ως πέρα με το σπαθί του.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ακολουθώ μια διαδρομή ή μια γραμμή από τη μια άκρη στην άλλη
    ⮡  The railway line runs alongside the river.
    Η σιδηροδρομική γραμμή περνάει πλάι στο ποτάμι.
  8. (αμετάβατο) ρέω
    ⮡  Tears ran down her cheeks.
    Δάκρυα έρρεαν στα μάγουλά της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη flow
  9. (μεταβατικό) περνάω, κάνω ροή υγρού
    ⮡  Run it under the tap for a bit.
    Πέρασέ το λίγο στη βρύση.
  10. (αμετάβατο) απλώνω, για χρώμα σε ένα ρούχο κτλ. όταν βραχεί και το χρώμα βγαίνει από το υλικό και απλώνεται σε άλλα ρούχα
    ⮡  Will the colors run if the dress is washed?
    Θα απλώσουν τα χρώματα αν πλυθεί το φόρεμα;
  11. (αμετάβατο) περνάω, κάτι συνεχίζεται για μια περίοδο χωρίς διακοπή
    ⮡  The thought that was running constantly through my head…
    Η σκέψη που περνούσε διαρκώς από το μυαλό μου…
  12. (αμετάβατο) διατρέχω, που συμβαίνει ή εξελίσσεται τη στιγμή ή με τον τρόπο που αναφέρεται
    ⮡  I will show him the risks he is running.
    Θα του δείξω τους κινδύνους που διατρέχει.

Παράγωγα

επεξεργασία

Phrasal Verbs:

Εκφράσεις

επεξεργασία
  • in the long run
  • run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.

Δείτε επίσης

επεξεργασία