run
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
run | runs |
run (en)
- το τρέξιμο
- ⮡ I’ll go for a short run.
- Θα πάω να κάνω λίγο τρέξιμο.
- ⮡ I’ll go for a short run.
- η συρροή σε μια τράπεζα, μια κατάσταση όπου πολλοί άνθρωποι θέλουν ξαφνικά να βγάλουν τα χρήματά τους από μια τράπεζα
- ⮡ a run of depositors on a bank - συρροή πελατών σε μια τράπεζα (για ν' αποσύρουν τα χρήματα τους)
- (αμερικανικά αγγλικά) ο πόντος κάλτσας, καλτσόν κλπ.
- ⮡ All my stockings have got runs.
- Όλες μου οι κάλτσες μου είναι με φευγάτους πόντους.
- ≈ συνώνυμα: ladder (βρετανικά αγγλικά)
- ⮡ All my stockings have got runs.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | run |
γ΄ ενικό ενεστώτα | runs |
αόριστος | ran |
παθητική μετοχή | run |
ενεργητική μετοχή | running |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
run (en)
- τρέχω
- βάζω υποψηφιότητα σε εκλογές, κατεβαίνω σε εκλογές
- (αμετάβατο) περνάω, κυκλοφορώ, για λεωφορεία ή τρένα, ταξιδεύω σε μια συγκεκριμένη διαδρομή
- ⮡ How often do the buses run?
- Κάθε πόσο περνάει λεωφορείο;
- ⮡ The next bus will run at six.
- Το επόμενο λεωφορείο θα περάσει στις έξι.
- ⮡ No buses/trains run on Sundays.
- Δεν κυκλοφορούν λεωφορεία/τρένα τις Κυριακές.
- ⮡ How often do the buses run?
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κινείται, λειτουργεί με συγκεκριμένο τρόπο
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
- (μεταβατικό) περνάω, κινώ κάτι προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση
- ⮡ She ran her fingers through her hair.
- Πέρασε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του.
- ⮡ He ran his sword through him.
- Τον πέρασε πέρα ως πέρα με το σπαθί του.
- ⮡ She ran her fingers through her hair.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) περνάω, ακολουθώ μια διαδρομή ή μια γραμμή από τη μια άκρη στην άλλη
- ⮡ The railway line runs alongside the river.
- Η σιδηροδρομική γραμμή περνάει πλάι στο ποτάμι.
- ⮡ The railway line runs alongside the river.
- (αμετάβατο) ρέω
- (μεταβατικό) περνάω, κάνω ροή υγρού
- ⮡ Run it under the tap for a bit.
- Πέρασέ το λίγο στη βρύση.
- ⮡ Run it under the tap for a bit.
- (αμετάβατο) απλώνω, για χρώμα σε ένα ρούχο κτλ. όταν βραχεί και το χρώμα βγαίνει από το υλικό και απλώνεται σε άλλα ρούχα
- ⮡ Will the colors run if the dress is washed?
- Θα απλώσουν τα χρώματα αν πλυθεί το φόρεμα;
- ⮡ Will the colors run if the dress is washed?
- (αμετάβατο) περνάω, κάτι συνεχίζεται για μια περίοδο χωρίς διακοπή
- ⮡ The thought that was running constantly through my head…
- Η σκέψη που περνούσε διαρκώς από το μυαλό μου…
- ⮡ The thought that was running constantly through my head…
- (αμετάβατο) διατρέχω, που συμβαίνει ή εξελίσσεται τη στιγμή ή με τον τρόπο που αναφέρεται
- ⮡ I will show him the risks he is running.
- Θα του δείξω τους κινδύνους που διατρέχει.
- ⮡ I will show him the risks he is running.
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασία- in the long run
- run low (of): να σου έχουν μείνει ελάχιστα αποθέματα από κάτι.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'run' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'run' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- run (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- run (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 448-449, 485, 497-498, 692-695, 725, 768, 854-855. ISBN 9780194325684., λήμμα: κινώ, κυκλοφορώ, λειτουργώ, περνώ, πόντος, ρέω, συρροή