Επίθετο

επεξεργασία

running (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ανοιχτός, για νερό που ρέει κάπου ή νερό που τροφοδοτείται σε ένα κτίριο και είναι διαθέσιμο για χρήση μέσω βρύσων
    ⮡  They forgot the running faucet and flooded the apartment.
    Ξέχασαν ανοιχτή τη βρύση και πλημμύρισε το διαμέρισμα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

running (en) (μη μετρήσιμο)

  1. το τρέξιμο, η ενέργεια του να τρέχω
    ⮡  I will go running for a bit.
    Θα πάω να κάνω λίγο τρέξιμο.
  2. η λειτουργία, περίοδος λειτουργίας
    ⮡  the smooth running of the engine/service - η καλή λειτουργία της μηχανής/της υπηρεσίας
    ⮡  running costs - κόστος/δαπάνες λειτουργίας

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

running (en)