fire up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | fire up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | fires up |
αόριστος | fired up |
παθητική μετοχή | fired up |
ενεργητική μετοχή | firing up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαfire up (en)
- (μεταβατικό) ανάβω φωτιά, προκαλώ ανάφλεξη
- (μεταβατικό, πληροφορική, ανεπίσημο) εκτελώ («τρέχω») πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή, εκκινώ τη λειτουργία (ενεργοποιώ, «ανοίγω») ηλεκτρονικό υπολογιστή
- (μεταβατικό) δίνω ενέργεια, διεγείρω, πυροδοτώ, ενθουσιάζω, προκαλώ κάτι να γίνει
- (αμετάβατο, παρωχημένο) εξανίσταμαι, εξοργίζομαι, γίνομαι μπουρλότο (από θυμό)
Απόγονοι
επεξεργασίαfire up (αγγλικά)