Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈɛksɪˌkjuːt/
 

execute (en)

  1. εκτελώ
  2. (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα: start, launch, run, open, (ανεπίσημο) fire up
    δείτε επίσης: Execution (computing) στην αγγλική Βικιπαίδεια

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • execute στην αγγλική Βικιπαίδεια