execute
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | execute |
γ΄ ενικό ενεστώτα | executes |
αόριστος | executed |
παθητική μετοχή | executed |
ενεργητική μετοχή | executing |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈɛksɪˌkjuːt/
- ⓘ
Ρήμα
επεξεργασίαexecute (en)
- εκτελώ, θανατώνω κάποιον, ειδικά ως νομική τιμωρία
- ⮡ They executed him in the electric chair.
- Τον εκτέλεσαν στην ηλεκτρική καρέκλα.
- ⮡ They executed him in the electric chair.
- (επίσημο) εκτελώ, πραγματοποιώ ένα καθήκον, ένα σχέδιο κτλ.
- ⮡ She executed her duties faithfully.
- Εκτέλεσε τα καθήκοντά της πιστά.
- ⮡ They will soon execute the plan.
- Σύντομα θα εκτελέσουν το σχέδιο.
- ⮡ She executed her duties faithfully.
- (επίσημο) πραγματοποιώ, εκτελώ με επιτυχία μια ενέργεια ή κίνηση που απαιτεί δεξιότητα
- ⮡ The athlete, executing an amazing jump, achieved a new record.
- Ο αθλητής πραγματοποιώντας ένα εκπληκτικό άλμα πέτυχε νέο ρεκόρ.
- ⮡ The athlete, executing an amazing jump, achieved a new record.
- (επίσημο) εκτελώ, αποδίδω ένα μουσικό έργο
- ⮡ The performance was excellently executed and everyone enjoyed it.
- Η παράσταση ήταν έξοχα εκτελεσμένη και όλοι το απόλαυσαν.
- ⮡ The performance was excellently executed and everyone enjoyed it.
- (νομικός όρος) εκτελώ, ακολουθώ τις οδηγίες σε ένα νομικό έγγραφο
- ⮡ We are executing the contract.
- Εκτελούμε τη σύμβαση.
- ⮡ We are executing the contract.
- (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή