Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
launch launches

launch (en)

  1. εκτόξευση, εξαπόλυση
  2. καθέλκυση σκάφους
  3. έναρξη μιας ενέργειας
  4. λέμβος, άκατος ενός πολεμικού πλοίου
  5. ατμοκίνητη ή ηλεκτροκίνητη λέμβος, άκατος, λάντσα
ενεστώτας launch
γ΄ ενικό ενεστώτα launches
αόριστος launched
παθητική μετοχή launched
ενεργητική μετοχή launching

launch (en)

  1. βάζω εμπρός, ξεκινώ μια ενέργεια
    ⮡  I launch a business.
    Βάζω εμπρός μια επιχείρηση.
  2. εκτοξεύω, εξαπολύω
  3. (παρωχημένο) χτυπώ κάποιον με κοντάρι
  4. καθελκύω σκάφους
  5. (πληροφορική) εκτελώ πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή
     συνώνυμα: execute, run, open, (ανεπίσημο) fire up