Δείτε επίσης: ἐκτοξεύω

Ετυμολογία

επεξεργασία

εκτοξεύω, αόρ.: εκτόξευσα, παθ.φωνή: εκτοξεύομαι, π.αόρ.: εκτοξεύθηκα/εκτοξεύτηκα, μτχ.π.π.: εκτοξευμένος

  1. πετάω κάτι δυνατά προς τα κάπου
      Η Ελλάδα εκτοξεύει σήμερα δύο μικροδορυφόρους[1]
  2. (μεταφορικά) εξαπολύω (π.χ. κατηγορίες, απειλές κ.λπ.)
      Απειλές για αναστολή των ευρωπαϊκών επιχορηγήσεων εκτοξεύει το Βερολίνο κατά της Αγκύρας προκειμένου να ...[2]
  3. (μεταφορικά) μεγαλώνω απότομα και σε υπερβολικό βαθμό
      Η αβεβαιότητα εκτόξευσε τα «φέσια» στην αγορά[3]

Συγγενικά

επεξεργασία

Παθητικοί τύποι εξαρητμένοι: εκοξευτώ, εκτοξευθώ, αόριστοι: εκτοξεύτηκα, εκτοξεύθηκα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία