εκτοξευτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εκτοξευτής < εκτοξεύω + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκτοξευτής αρσενικό
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκτοξευτής
|
εκτοξευτής αρσενικό
|