Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτοξευτής
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκτοξευτ
ής
οι
εκτοξευτ
ές
γενική
του
εκτοξευτ
ή
των
εκτοξευτ
ών
αιτιατική
τον
εκτοξευτ
ή
τους
εκτοξευτ
ές
κλητική
εκτοξευτ
ή
εκτοξευτ
ές
Κατηγορία
όπως «
ποιητής
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτοξευτής
<
εκτοξεύω
+
-τής
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκτοξευτής
αρσενικό
συσκευή
ή
μηχάνημα
εκτόξευσης
Άλλες μορφές
επεξεργασία
εκτοξευτήρας
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
εκτοξεύω
και
τόξο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτοξευτής
→
δείτε
τη λέξη
εκτοξευτήρας