Δείτε επίσης: τόξον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τόξο τα τόξα
      γενική του τόξου των τόξων
    αιτιατική το τόξο τα τόξα
     κλητική τόξο τόξα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τόξο < αρχαία ελληνική τόξον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈto.kso/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τόξο ουδέτερο

  1. (οπλισμός) το όπλο για την εκτόξευση βελών· αποτελείται από ένα καμπύλο κομμάτι ξύλου ή άλλου υλικού, στις δύο άκρες του οποίου δένεται μία χορδή
  2. (γεωμετρία) το τμήμα της περιφέρειας ενός κύκλου
  3. (αρχιτεκτονική) η αψίδα
  4. οτιδήποτε μοιάζει στο σχήμα με τόξο
    το τόξο των φρυδιών

Συγγενικά επεξεργασία


Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία