Δείτε επίσης: arch-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arch arches

arch (en)

  1. (αρχιτεκτονική) αψίδα, τόξο
  2. το σχήμα ανεστραμμένου U
ενεστώτας arch
γ΄ ενικό ενεστώτα arches
αόριστος arched
παθητική μετοχή arched
ενεργητική μετοχή arching

arch (en)