arch
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | arch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arches |
αόριστος | arched |
παθητική μετοχή | arched |
ενεργητική μετοχή | arching |
arch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυρτώνω, δίνω το σχήμα ανεστραμμένου U