arch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
arch | arches |
arch (en)
- (αρχιτεκτονική) αψίδα, τόξο
- το σχήμα ανεστραμμένου U
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | arch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arches |
αόριστος | arched |
παθητική μετοχή | arched |
ενεργητική μετοχή | arching |
arch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυρτώνω, δίνω το σχήμα ανεστραμμένου U