Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
hunch hunches

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /hʌntʃ/ & /hʌnʃ/
 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

hunch (en)

  • το προαίσθημα, καθετί που αισθάνεται κάποιος εκ των προτέρων ότι θα συμβεί
    I got a lottery ticket because I had a good hunch.
    Πήρα ένα λαχείο, γιατί είχα καλό προαίσθημα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition