Ετυμολογία

επεξεργασία

κυρτώνω (παθητική φωνή: κυρτώνομαι)

  1. κάνω κάτι να έχει σχήμα κυρτό
  2. (για κάποιο αντικείμενο, πράγμα κ.λπ.) λαμβάνω σχήμα κυρτό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία