↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κυρτός η κυρτή το κυρτό
      γενική του κυρτού της κυρτής του κυρτού
    αιτιατική τον κυρτό την κυρτή το κυρτό
     κλητική κυρτέ κυρτή κυρτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κυρτοί οι κυρτές τα κυρτά
      γενική των κυρτών των κυρτών των κυρτών
    αιτιατική τους κυρτούς τις κυρτές τα κυρτά
     κλητική κυρτοί κυρτές κυρτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυρτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κυρτός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ciɾˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κυρ‐τός

  Επίθετο

επεξεργασία

κυρτός, -ή, -ό

  1. που έχει σκύψει· σκυμμένος· σκυφτός
  2. που η επιφάνειά του είναι καμπύλη και το κεντρικό του σημείο μπορεί να έρθει σε επαφή με επίπεδη επιφάνεια
  3. (γεωμετρία) σχήμα του οποίου οποιαδήποτε δύο σημεία του μπορούν να ενωθούν με ευθύγραμμο τμήμα το οποίο να περιλαμβάνεται μέσα στο σχήμα
    ⮡  όλα τα τρίγωνα είναι κυρτά

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική κυρτός κυρτή τὸ κυρτόν
      γενική τοῦ κυρτοῦ τῆς κυρτῆς τοῦ κυρτοῦ
      δοτική τῷ κυρτ τῇ κυρτ τῷ κυρτ
    αιτιατική τὸν κυρτόν τὴν κυρτήν τὸ κυρτόν
     κλητική ! κυρτέ κυρτή κυρτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ κυρτοί αἱ κυρταί τὰ κυρτᾰ́
      γενική τῶν κυρτῶν τῶν κυρτῶν τῶν κυρτῶν
      δοτική τοῖς κυρτοῖς ταῖς κυρταῖς τοῖς κυρτοῖς
    αιτιατική τοὺς κυρτούς τὰς κυρτᾱ́ς τὰ κυρτᾰ́
     κλητική ! κυρτοί κυρταί κυρτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ κυρτώ τὼ κυρτᾱ́ τὼ κυρτώ
      γεν-δοτ τοῖν κυρτοῖν τοῖν κυρταῖν τοῖν κυρτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κυρτός < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο

επεξεργασία

κυρτός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)