↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίκυρτος η αμφίκυρτη το αμφίκυρτο
      γενική του αμφίκυρτου της αμφίκυρτης του αμφίκυρτου
    αιτιατική τον αμφίκυρτο την αμφίκυρτη το αμφίκυρτο
     κλητική αμφίκυρτε αμφίκυρτη αμφίκυρτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίκυρτοι οι αμφίκυρτες τα αμφίκυρτα
      γενική των αμφίκυρτων των αμφίκυρτων των αμφίκυρτων
    αιτιατική τους αμφίκυρτους τις αμφίκυρτες τα αμφίκυρτα
     κλητική αμφίκυρτοι αμφίκυρτες αμφίκυρτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμφίκυρτος < λείπει η ετυμολογία
 
με τον αριθμό 1 υποδεικνύεται ένας αμφίκυρτος (1) φακός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμφίκυρτος, -η,-ο

  • που είναι κυρτός και από τις δύο πλευρές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία