↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αψιδωτός η αψιδωτή το αψιδωτό
      γενική του αψιδωτού της αψιδωτής του αψιδωτού
    αιτιατική τον αψιδωτό την αψιδωτή το αψιδωτό
     κλητική αψιδωτέ αψιδωτή αψιδωτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αψιδωτοί οι αψιδωτές τα αψιδωτά
      γενική των αψιδωτών των αψιδωτών των αψιδωτών
    αιτιατική τους αψιδωτούς τις αψιδωτές τα αψιδωτά
     κλητική αψιδωτοί αψιδωτές αψιδωτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αψιδωτός < (ελληνιστική κοινήἁψιδωτός

  Επίθετο

επεξεργασία

αψιδωτός, -ή, -ό

  1. που έχει αψίδα ή αψίδες
     συνώνυμα: καμαρωτός, τοξωτός
  2. που το σχήμα του μοιάζει με αψίδα
     συνώνυμα: αψιδοειδής, τοξοειδής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία