τοξωτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | τοξωτός | η | τοξωτή | το | τοξωτό |
γενική | του | τοξωτού | της | τοξωτής | του | τοξωτού |
αιτιατική | τον | τοξωτό | την | τοξωτή | το | τοξωτό |
κλητική | τοξωτέ | τοξωτή | τοξωτό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | τοξωτοί | οι | τοξωτές | τα | τοξωτά |
γενική | των | τοξωτών | των | τοξωτών | των | τοξωτών |
αιτιατική | τους | τοξωτούς | τις | τοξωτές | τα | τοξωτά |
κλητική | τοξωτοί | τοξωτές | τοξωτά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τοξωτός < τόξο
Επίθετο επεξεργασία
τοξωτός, -η, -ο
- οτιδήποτε έχει καμπύλο σχήμα μορφής τόξου που εκτείνεται είτε σε τέταρτο κύκλου είτε περισσότερο, μη υπερβαίνοντας την ημιπεριφέρεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
τοξωτός
|