αψίδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψίδα | οι | αψίδες |
γενική | της | αψίδας | των | αψίδων |
αιτιατική | την | αψίδα | τις | αψίδες |
κλητική | αψίδα | αψίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αψίδα < αρχαία ελληνική ἁψίς
Ουσιαστικό
επεξεργασίααψίδα θηλυκό
- (αρχιτεκτονική) καμάρα, κατασκευή με σχήμα καμπύλο που μοιάζει με του τόξου