• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

αψίδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αψίδα οι αψίδες
      γενική της αψίδας των αψίδων
    αιτιατική την αψίδα τις αψίδες
     κλητική αψίδα αψίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

αψίδα < αρχαία ελληνική ἁψίς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

αψίδα θηλυκό

  • (αρχιτεκτονική) καμάρα, κατασκευή με σχήμα καμπύλο που μοιάζει με του τόξου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • αψίδωμα
  • αψιδώνω
  • αψίδωση
  • αψιδωτά
  • αψιδωτός

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    αψίδα
  • αγγλικά : arch (en)
  • γαλλικά : arc (fr)
  • γερμανικά : Bogen (de)
  • ισπανικά : arco (es)
  • ιταλικά : arco (it)
  • ολλανδικά : boog (nl)
  • πολωνικά : łuk (pl)
  • πορτογαλικά : arco (pt)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=αψίδα&oldid=5646994"
Τελευταία επεξεργασία στις 3 Ιανουαρίου 2023, στις 09:16
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 3 Ιανουαρίου 2023, στις 09:16.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie