αψίδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αψίδωση | οι | αψιδώσεις |
γενική | της | αψίδωσης* | των | αψιδώσεων |
αιτιατική | την | αψίδωση | τις | αψιδώσεις |
κλητική | αψίδωση | αψιδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αψιδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αψίδωση ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) η αψίδα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αψίδωση
|