Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αψιδώνω < (ελληνιστική κοινήἁψιδόομαι

  Ρήμα επεξεργασία

αψιδώνω (παθητική φωνή: αψιδώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία