Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αψίδωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
αψίδωμα
τα
αψιδώμα
τ
α
γενική
του
αψιδώμα
τ
ος
των
αψιδωμά
τ
ων
αιτιατική
το
αψίδωμα
τα
αψιδώμα
τ
α
κλητική
αψίδωμα
αψιδώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αψίδωμα
<
αψιδώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αψίδωμα
ουδέτερο
(
αρχιτεκτονική
) η
αψίδα
Άλλες μορφές
επεξεργασία
αψίδωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αψίδωμα
→
δείτε
τη λέξη
αψίδα