Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arc arcs

arc (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
arc < λατινική arcus

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arc arcs

arc (fr) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) η αψίδα

  Ετυμολογία

επεξεργασία
arc < από τα αρχικά των λέξεων: Aids Related Complex

  Συντομομορφή

επεξεργασία

arc (fr) αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία