Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arc arcs

arc (en)



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
arc < από τα αρχικά των λέξεων: Aids Related Complex

Συντομομορφή

επεξεργασία

arc (fr) αρσενικό άκλιτο

Συνώνυμα

επεξεργασία