Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
arc
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά
(en)
1.1
Ουσιαστικό
2
Γαλλικά
(fr)
2.1
Ετυμολογία
2.2
Προφορά
2.3
Ουσιαστικό
2.4
Ετυμολογία
2.5
Συντομομορφή
2.5.1
Συνώνυμα
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
arc
arcs
arc
(en)
(
γεωμετρία
)
το
τόξο
Γαλλικά
(fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
arc
<
λατινική
arcus
Προφορά
επεξεργασία
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
arc
arcs
arc
(fr)
αρσενικό
(
γεωμετρία
,
οπλισμός
)
το
τόξο
(
αρχιτεκτονική
)
η
αψίδα
Ετυμολογία
επεξεργασία
arc
< από τα αρχικά των λέξεων:
A
ids
R
elated
C
omplex
Συντομομορφή
επεξεργασία
arc
(fr)
αρσενικό
άκλιτο
μόλυνση
του
οργανισμού
από τον
ιό
του
AIDS
Συνώνυμα
επεξεργασία
(
σπάνιο
)
pré-sida