Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Bogen (de) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) αψίδα, καμάρα



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bogen < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bogen αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bogen < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bogen αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]



  Ετυμολογία

επεξεργασία
Bogen < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Bogen αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023 [3]