καμάρα
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καμάρα | οι | καμάρες |
γενική | της | καμάρας | των | καμαρών |
αιτιατική | την | καμάρα | τις | καμάρες |
κλητική | καμάρα | καμάρες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καμάρα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καμάρα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kh₂em- (καμπή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καμάρα θηλυκό
- σκεπαστή κατασκευή σε σχήμα τόξου
- (ανατομία) το μέρος του πέλματος του ποδιού που έχει σχήμα θόλου
- το σχετικό με το παραπάνω τμήμα ενός παπουτσιού
- (αθλητισμός) καμπή του σώματος προς τα πίσω, ώστε να σχηματίζεται μ' αυτό ένα τόξο
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
καμάρα < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *kam- (καμπή)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καμάρα θηλυκό