Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
voûte voûtes

voûte (fr) θηλυκό

  • (παραδοσιακή ορθογραφία)
  1. ο θόλος
  2. η καμάρα

Άλλες γραφές επεξεργασία

  • (ορθογραφία του 1990) voute