Ετυμολογία

επεξεργασία
καμαρώνω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμαρώνω < καμάρι + -ώνω < ελληνιστική κοινή καμάριον < αρχαία ελληνική καμάρα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.maˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μα‐ρώ‐νω

καμαρώνω

  1. έχω κάποιον ή κάτι για καμάρι
    σε καμαρώνω για όσα έχεις πετύχει
  2. κορδώνομαι, νιώθω ικανοποίηση
    για δες τον πώς καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!
  3. (ειρωνικό) έρχομαι αντιμέτωπος με μια αποτυχημένη ή λανθασμένη ενέργεια
    για καμαρώστε με τη συμπεριφορά σας!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία