Ετυμολογία

επεξεργασία

καμαρώνω

  1. έχω κάποιον ή κάτι για καμάρι
    παράδειγμα  σε καμαρώνω για όσα έχεις πετύχει
  2. κορδώνομαι, νιώθω ικανοποίηση
    παράδειγμα  για δες τον πώς καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!
  3. (ειρωνικό) έρχομαι αντιμέτωπος με μια αποτυχημένη ή λανθασμένη ενέργεια
    παράδειγμα  για καμαρώστε με τη συμπεριφορά σας!

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία