↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ικανοποίηση οι ικανοποιήσεις
      γενική της ικανοποίησης* των ικανοποιήσεων
    αιτιατική την ικανοποίηση τις ικανοποιήσεις
     κλητική ικανοποίηση ικανοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ικανοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ικανοποίηση < ικανοποιώ + -ση < (ελληνιστική κοινήἱκανοποιέω / ἱκανοποιῶ < αρχαία ελληνική ἱκανός (< ἱκνέομαι) + ποιέω / ποιῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /i.ka.noˈpi.i.si/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ικανοποίηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία