• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εκπλήρωση

  • Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκπλήρωση οι εκπληρώσεις
      γενική της εκπλήρωσης
& εκπληρώσεως
των εκπληρώσεων
    αιτιατική την εκπλήρωση τις εκπληρώσεις
     κλητική εκπλήρωση εκπληρώσεις
όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εκπλήρωση < ελληνιστική κοινή ἐκπλήρωσις < αρχαία ελληνική ἐκπληρόω / ἐκπληρῶ < ἐκ + πληρόω / πληρῶ < πλήρης

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εκπλήρωση θηλυκό

  • η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκπληρώνω

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εκπλήρωση
  • αγγλικά : fulfillment (en)
  • γαλλικά : accomplissement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εκπλήρωση&oldid=4863617"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:09

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Οκτωβρίου 2020, στις 05:09.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie