πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πραγματοποίηση οι πραγματοποιήσεις
      γενική της πραγματοποίησης* των πραγματοποιήσεων
    αιτιατική την πραγματοποίηση τις πραγματοποιήσεις
     κλητική πραγματοποίηση πραγματοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, πραγματοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πραγματοποίηση θηλυκό

  • το να κάνω κάτι πραγματικότητα, να το εφαρμόσω στην πράξη

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία