Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɛɡ.ze.ky.sjɔ̃/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
exécution exécutions

exécution (fr) θηλυκό