oeuvre
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία en
επεξεργασία
ύστερος 19ος αιώνας, γαλλικά: oeuvre ‘έργο’
Προφορά
επεξεργασία
/ˈəːvr(ə)/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
œuvre, oeuvre
- άπαντα
- έργο τέχνης