πλήρης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πλήρης < αρχαία ελληνική πλήρης < πίμπλημι
- < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-
ΕπίθετοΕπεξεργασία
πλήρης, -ης, -ες
- που έχει γεμίσει και δε χωράει άλλο
- με μεγάλη ποσότητα από κάτι, γεμάτος
- πλήρης ημερών: για κάποιον που έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα
- (μεταφορικά) : πλήρης χαράς
- ολοκληρωμένος, χωρίς ελλείψεις
- στον υπέρτατο βαθμό
- ≈ συνώνυμα:μέγιστος