Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοκληρωμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ολοκληρωμέν
ος
η
ολοκληρωμέν
η
το
ολοκληρωμέν
ο
γενική
του
ολοκληρωμέν
ου
της
ολοκληρωμέν
ης
του
ολοκληρωμέν
ου
αιτιατική
τον
ολοκληρωμέν
ο
την
ολοκληρωμέν
η
το
ολοκληρωμέν
ο
κλητική
ολοκληρωμέν
ε
ολοκληρωμέν
η
ολοκληρωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ολοκληρωμέν
οι
οι
ολοκληρωμέν
ες
τα
ολοκληρωμέν
α
γενική
των
ολοκληρωμέν
ων
των
ολοκληρωμέν
ων
των
ολοκληρωμέν
ων
αιτιατική
τους
ολοκληρωμέν
ους
τις
ολοκληρωμέν
ες
τα
ολοκληρωμέν
α
κλητική
ολοκληρωμέν
οι
ολοκληρωμέν
ες
ολοκληρωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοκληρωμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ολοκληρώνω
Μετοχή
επεξεργασία
ολοκληρωμένος -η -ο
αυτός που έχει
ολοκληρωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοκληρωμένος
ιταλικά
:
completo
(it)