πληρώ
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πληρώ < αρχαία ελληνική πληρόω / πληρῶ < πλήρης < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *pleh₁-r-
ΡήμαΕπεξεργασία
πληρώ (παθητική φωνή: πληρούμαι)
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πλήρης
πληρώ (παθητική φωνή: πληρούμαι)