πληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πληρωτής | οι | πληρωτές |
γενική | του | πληρωτή | των | πληρωτών |
αιτιατική | τον | πληρωτή | τους | πληρωτές |
κλητική | πληρωτή | πληρωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πληρωτής < αρχαία ελληνική πληρωτής < πληρόω < πλήρης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική payeur)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπληρωτής αρσενικό (θηλυκό πληρώτρια)
- κάποιος που πληρώνει
Συγγενικά
επεξεργασία- κακοπληρωτής
- καλοπληρωτής
- πληρώτρια
- → δείτε τη λέξη πληρώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- πληρωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πληρωτής - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πληρωτής - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)