προπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπληρωτής < προπληρώνω + -τής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροπληρωτής αρσενικό
- αυτός που προπληρώνει
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προπληρώνω, πληρώνω και πλήρης
προπληρωτής αρσενικό