κακοπληρωτής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κακοπληρωτής < κακοπληρώ(νω) (κακο- + πληρώνω) + -τής
Ουσιαστικό επεξεργασία
κακοπληρωτής αρσενικό
- που δεν είναι συνεπής στις οικονομικές του υποχρεώσεις, ιδίως στην αποπληρωμή των χρεών του