Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καλοπληρωτής οι καλοπληρωτές
      γενική του καλοπληρωτή των καλοπληρωτών
    αιτιατική τον καλοπληρωτή τους καλοπληρωτές
     κλητική καλοπληρωτή καλοπληρωτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλοπληρωτής < καλοπληρώ(νω) (καλο- + πληρώνω) + -τής[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλοπληρωτής αρσενικό (θηλυκό καλοπληρώτρια)

  1. που αποπληρώνει κάθε οικονομική εκκρεμότητα, χωρίς καθυστερήσεις και κακή διάθεση
  2. (γενικότερα) που πληρώνει αδρά

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία