καλοπληρωτής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλοπληρωτής < καλοπληρώ(νω) (καλο- + πληρώνω) + -τής[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαλοπληρωτής αρσενικό (θηλυκό καλοπληρώτρια)
- που αποπληρώνει κάθε οικονομική εκκρεμότητα, χωρίς καθυστερήσεις και κακή διάθεση
- (γενικότερα) που πληρώνει αδρά
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- καλοπληρώνω
- → και δείτε τις λέξεις πληρώνω και πληρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλοπληρωτής
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλοπληρωτής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας