Ετυμολογία

επεξεργασία
αποπληρώνω < (ελληνιστική κοινή) ἀποπληρόω, -ῶ

αποπληρώνω

  • καταβάλλω το σύνολο του ποσού που οφείλω, εξοφλώ χρέος στο σύνολό του


  Μεταφράσεις

επεξεργασία