Δείτε επίσης: ξοφλώ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοφλώ < εξ- + αρχαία ελληνική ὀφλέω / ὀφλῶ / ὀφλισκάνω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksoˈflo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξο‐φλώ

εξοφλώ (παθητική φωνή: εξοφλούμαι)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία