εξοφλητήριος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εξοφλητήριος ουδέτερο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξοφλώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξοφλητήριος
|