προεξόφληση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προεξόφληση | οι | προεξοφλήσεις |
γενική | της | προεξόφλησης* | των | προεξοφλήσεων |
αιτιατική | την | προεξόφληση | τις | προεξοφλήσεις |
κλητική | προεξόφληση | προεξοφλήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προεξοφλήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.eˈkso.fli.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐ξό‐φλη‐ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροεξόφληση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προεξοφλώ
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προεξόφληση
|