εξ ολοκλήρου
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαεξ ολοκλήρου < εξ + ολοκλήρου < ἐξ + ὁλοκλήρου
Εκφράσεις
επεξεργασία- ολοκληρωτικά, καθ' ολοκληρία, όλο, εντελώς
- Η άσκηση, το σκεφτικό, η πρόταση ήταν λάθος εξ ολοκλήρου
- Ηθελε το οικόπεδο δικό του εξ ολοκλήρου και τα αδέλφια του δυσανασχέτησαν