Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ολοκληρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Πολυλεκτικοί όροι
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ολοκληρί
α
οι
ολοκληρί
ες
γενική
της
ολοκληρί
ας
των
ολοκληρι
ών
αιτιατική
την
ολοκληρί
α
τις
ολοκληρί
ες
κλητική
ολοκληρί
α
ολοκληρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ολοκληρία
<
ελληνιστική κοινή
ὁλοκληρία
<
αρχαία ελληνική
ὁλόκληρος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ολοκληρία
θηλυκό
(
αρχαιοπρεπές
) η
ολότητα
, το
σύνολο
, το
όλο
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
καθ' ολοκληρίαν
:
πλήρως
,
εντελώς
,
ολοσχερώς
,
εξ ολοκλήρου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
ολόκληρος
και
όλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ολοκληρία
→
δείτε
τις λέξεις
ολότητα
,
σύνολο
,
όλο
,
πλήρως
,
εντελώς
,
ολοσχερώς
και
εξ ολοκλήρου