Δείτε επίσης: ὅλος, Ολούς
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      όλος      όλη      όλο
      γενική όλου όλης όλου
    αιτιατική όλο όλη όλο
     κλητική όλε όλη όλο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      όλοι      όλες      όλα
      γενική όλων όλων όλων
    αιτιατική όλους όλες όλα
     κλητική όλοι όλες όλα
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

όλος, -η, -ο(ν)

  1. ένα πρόσωπο ή πράγμα στο σύνολό του, χωρίς να εξαιρείται κανένα τμήμα του
    παράδειγμα  όλο του το είναι ήταν δοσμένο στην επιστήμη
  2. (για να δοθεί έμφαση)
    παράδειγμα  είμαι όλος αφτιά (ακούω με πολύ μεγάλη προσοχή)
  3. (στον πληθυντικό) για μια ομάδα στοιχείων στο σύνολό της, χωρίς να εξαιρείται κανένα μέλος της
    παράδειγμα  όλοι μου οι φίλοι παντρευτήκανε
    παράδειγμα  τέλειωσα για σήμερα όλες τις δουλειές μου
    • (χωρίς προσδιοριζόμενο ουσιαστικό)
      έφυγαν όλοι κι έμεινα μόνος μου
  4. (με επανάληψη) όλοι κι όλοι - όλες κι όλες -όλα κι όλα: συνολικά (για να δηλωθεί ένας αριθμός που θεωρείται σχετικά περιορισμένος)
    παράδειγμα  έχω πάνω μου όλα κι όλα πέντε ευρώ
    • (ως έκφραση) όλα κι όλα: για να δηλωθεί ότι κάποιος έφτασε στα όριά του και δεν μπορεί να ανεχτεί κάτι περισσότερο
      παράδειγμα  Α, όλα κι όλα, σε ανέχομαι τόση ώρα, αλλά όχι να με πεις και ψεύτη!

Συγγενικά

επεξεργασία
  •  δείτε τη λέξη  ολο-

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία