wholly
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
wholly (en) (χωρίς παραθετικά)
- (επίσημο) απόλυτα
- ↪ I wholly trust him.
- Τον εμπιστεύομαι απόλυτα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
- ↪ I wholly trust him.
wholly (en) (χωρίς παραθετικά)