whole
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | whole |
συγκριτικός | wholer / more whole |
υπερθετικός | wholest / most whole |
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαwhole (en)
- (μόνο πριν από το ουσιαστικό) όλος, ολόκληρος
- ⮡ I have never felt better in my whole life.
- Δεν έχω νιώσει ποτέ καλύτερα σε όλη μου τη ζωή.
- ⮡ The whole project will be finished in two years.
- Το όλο έργο θα τελειώσει σε δύο χρόνια.
- ⮡ You will stink up the whole place with your cheap cigars.
- Θα βρομίσεις όλον το τόπο με τα παλιοπούρα σου.
- ⮡ The child wants peace for the whole world.
- Το παιδί θέλει ειρήνη για ολόκληρο τον κόσμο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη entire
- ⮡ I have never felt better in my whole life.
- ολόκληρος, που δεν είναι σπασμένο ή κατεστραμμένο
- ⮡ He swallowed the plum whole.
- Κατάπιε το δαμάσκηνο ολόκληρο.
- ⮡ They roasted the ox whole (without chopping it up).
- Ψήσανε το βόδι ολόκληρο (χωρίς να το τεμαχίσουν).
- ⮡ He swallowed the plum whole.