απόλυτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απόλυτα, μετάπλαση του απολύτως στη δημοτική
Επίρρημα
επεξεργασία
απόλυτα
- κατά απόλυτο τρόπο
- μη μιλάς τόσο απόλυτα, κράτα και μερικές επιφυλάξεις
- (γραμματική) (και απολύτως) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
- το απαρέμφατο χρησιμοποιείται απόλυτα σε στερεότυπες. εκφράσεις ως προσδιορισµός ή της αναφοράς ή του σκοπού
- (και απολύτως) σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
- είμαι απόλυτα βέβαιος
Σημειώσεις
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απόλυτα, τελείως
|