απόλυτα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- απόλυτα, μετάπλαση του απολύτως στη δημοτική
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
απόλυτα
- κατά απόλυτο τρόπο
- μη μιλάς τόσο απόλυτα, κράτα και μερικές επιφυλάξεις
- (γραμματική) (και απολύτως) χωρίς εξάρτηση από άλλο συντακτικό όρο
- το απαρέμφατο χρησιμοποιείται απόλυτα σε στερεότυπες. εκφράσεις ως προσδιορισµός ή της αναφοράς ή του σκοπού
- (και απολύτως) σε απόλυτο βαθμό, εντελώς, τελείως
- είμαι απόλυτα βέβαιος
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Στη σημασία #3 και πριν από αρνητικές αντωνυμίες χρησιμοποιείται πάντα το απολύτως. Π.χ. δεν χρειάζομαι απολύτως τίποτε.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
απόλυτα, τελείως
|